- κατάσπασμα
- κατάσπασμα, τὸ (Α) [κατασπώ]1. δόνηση, κραδασμός τής γλωττίδας τού αυλού2. μέρος, τμήμα, απόσπασμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάσπασμα — vibrations neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασπάσματα — κατάσπασμα vibrations neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)